- γαλακτοφόρος
- -ο (AM γαλακτοφόρος, -ον)1. (για μητέρα ή τροφό ή θηλυκό ζώο) αυτή που παράγει γάλα2. (για ουσίες ή τροφές) ο γαλακταγωγόςνεοελλ.1. το ουδ. εν. ως ουσ. α) γαλακτοφόρο, τοκύτταρο ή σύμπλεγμα κυττάρων που συνδέονται μεταξύ τους και περιέχουν γαλακτικό χυμόβ) γυάλινο δοχείο που χρησιμοποιείται ως θήλαστρο3. φρ. «γαλακτοφόρος πόρος» (και ως ουσ. γαλακτοφόρος, ο)εκφορητικός πόρος στον οποίο συμβάλλουν πολλοί μεσολόβιοι πόροι τών αδένων τού μαστού.
Dictionary of Greek. 2013.